χελωνοκαυκάλα

χελωνοκαυκάλα
η, Ν
το χελωνοκαύκαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνα + καύκαλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χελωνοκαυκάλα — η το καύκαλο της χελώνας, το χελωνόστρακο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χελωνοκαύκαλο — το βλ. χελωνοκαυκάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”